στεμματόω
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
furnish with a wreath or chaplet, E.Heracl.529.
German (Pape)
[Seite 934] mit einem Kranze, στέμμα, versehen, Eur. Heracl. 530.
Greek (Liddell-Scott)
στεμμᾰτόω: ἐφοδιάζω ἢ κοσμῶ διὰ στέμματος, στεφανώνω, Εὐρ. Ἡρακλ. 529.
Russian (Dvoretsky)
στεμμᾰτόω: украшать венком Eur.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στεμματόω [στέμμα] van een στέμμα voorzien: omkransen, versieren met linten.