ἐριθεύς
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
έως, ὁ, = ἐρίθακος, Thphr.Sign.39, Arat 1025.
German (Pape)
[Seite 1029] ὁ, = ἐρίθακος, Arat. 1025, wie Schol. Ar. Vesp. 927.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑθεύς: έως, ὁ, = ἐρίθακος, Ἄρατ. 1025, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3, 2.
Greek Monolingual
ἐριθεύς, ὁ (Α)
ο ερίθακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίθακος].