κεραταύλης
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ου, ὁ, = κεραύλης, Dosith.p.389 K., Gloss.
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, Hornbläser, Hornist, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεραταύλης: ὁ, = κεραύλης, Γλωσσ.
Greek Monolingual
κεραταύλης, ὁ (Α)
κεραύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -ατος + -αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμαύλης, σπονδαύλης].