περίστεπτος

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τὸ αὐτοφυὲς κρεῖττον τοῦ ἑτεροδιδάκτου → what is inborn is better than what is taught by others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίστεπτος Medium diacritics: περίστεπτος Low diacritics: περίστεπτος Capitals: ΠΕΡΙΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: perísteptos Transliteration B: peristeptos Transliteration C: peristeptos Beta Code: peri/steptos

English (LSJ)

ον, crowned, wreathed, ταινίαις Emp.112.6.

German (Pape)

[Seite 594] umkränzt, umgeben, Sp.

Russian (Dvoretsky)

περίστεπτος: увенчанный (ταινίαις στέφεσίν τε Emped. ap. Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

περίστεπτος: -ον, περιεστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ταινίαις περίστεπτος Ἐμπεδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 62.

Greek Monolingual

-ον, Α περιστέφω
περιστεφανωμένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίστεπτος -ον [περιστέφω] omwikkeld.