ἀκατακράτητος

From LSJ
Revision as of 12:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατακράτητος Medium diacritics: ἀκατακράτητος Low diacritics: ακατακράτητος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΡΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: akatakrátētos Transliteration B: akatakratētos Transliteration C: akatakratitos Beta Code: a)katakra/thtos

English (LSJ)

ον, gloss on ἀάσχετος, EM1.31.

Spanish (DGE)

-ον
irresistible, EMα 4
subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) κατακρατῶ
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.