κατεπίθυμος

From LSJ
Revision as of 08:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπίθῡμος Medium diacritics: κατεπίθυμος Low diacritics: κατεπίθυμος Capitals: ΚΑΤΕΠΙΘΥΜΟΣ
Transliteration A: katepíthymos Transliteration B: katepithymos Transliteration C: katepithymos Beta Code: katepi/qumos

English (LSJ)

ον, very eager, c. inf., LXX Ju.12.16.

German (Pape)

[Seite 1396] sehr wünschend, verlangend, Iudith. 12, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπίθῡμος: -ον, λίαν ἐπιθυμῶν, μετ’ ἀπαρ., Ἑβδ. (Ἰουδὶθ ιβ΄, 16).

Greek Monolingual

κατεπίθυμος, -ον (Α)
αυτός που επιθυμεί κάτι σφοδρά («καὶ ἦν κατεπίθυμος τοῦ συγγενέσθαι μετ' αὐτῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπί-θυμος «πλήρης επιθυμίας»].