συμπερασμός

Revision as of 19:50, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, f.l. for συμπέρασμα, Artem. 3.58.

German (Pape)

[Seite 986] ὁ, = συμπέρασμα, Artemid. 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

συμπερασμός: ὁ, = συμπέρασμα, Ἀρτεμίδ. 3. 58.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.