προστάσιος
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = προστατήριος 11, Δημήτηρ π. Paus.2.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
προστάσιος: -α, -ον, = προστατήριος, ΙΙ, Δημήτηρ πρ. Παυσ. 2. 11, 3.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α πρόστασις
προστατήριος.