ἐφοδευτής

Revision as of 08:30, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.

German (Pape)

[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.

Greek Monolingual

ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.