παραδειγματιστέον
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
one must punish for example's sake, Id.35.2.10.
Greek (Liddell-Scott)
παραδειγματιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ παραδειγματίζω, δεῖ παραδειγματίζειν, Πολύβ. 35. 2, 10.
German (Pape)
adj. verb. zu παραδειγματίζω, Pol. 35.2.10.