ἀπόδομα

Revision as of 10:45, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

ατος, τό, gift, offering, LXX Nu.8.13sq.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 entrega, pago ἀργυρίου PSI 1235.15 (I d.C.), σπερμάτων PTeb.860.13 (II d.C.), cf. LXX Nu.8.13, Thd.Is.59.18.
2 pago final, liquidación, PIand.146.5.13 (II a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδομα: τό, δῶρον, προσφορά, ἀφιέρωμα, Ἑβδ. (Ἀριθμ. η΄, 13, κἑξ.).

Greek Monolingual

το (AM ἀπόδομα) αποδίδωμι
δώρο, προσφορά
μσν.- νεοελλ.
το τέλος της ζωής, τα στερνά.