δυσπόρθητος
From LSJ
English (LSJ)
ον, hard to sack, Sch.rec.A.Pr.166.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de conquistar, saquear o devastar ἡ Βαβυλών Ps.Nonn.Comm.in Or.5.3, glos. a δυσάλωτος Sch.A.Pr.166D., πόλις Tz.Ex.140.13.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu zerstören, Schol. Aesch. Prom. 166.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δυσπόρθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία.