φρικωδία
From LSJ
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ἡ, horribleness, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.143 B.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, Rauhheit, Unebenheit. – Uebtr., Schauerlichkeit, Phot. bibl.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκωδία: ἡ, τὸ φρικῶδες, Νικόμ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 143. 29.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φρικώδης
φρικαλεότητα.