θεμελιόθεν
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
= Lat. funditus, Dosith.p.412 K., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
θεμελιόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ θεμελίων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
θεμελιόθεν (Α)
επίρρ. επιγρ. εκ θεμελίων, άρδην.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεμέλιον + -θεν, κατάλ. δηλωτική της προελεύσεως, αφετηρίας ή από τόπου κινήσεως].