ὀλεσίμβροτος

From LSJ
Revision as of 12:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλεσίμβροτος Medium diacritics: ὀλεσίμβροτος Low diacritics: ολεσίμβροτος Capitals: ΟΛΕΣΙΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: olesímbrotos Transliteration B: olesimbrotos Transliteration C: olesimvrotos Beta Code: o)lesi/mbrotos

English (LSJ)

ον, man-destroying, Orph.L. 450.

German (Pape)

[Seite 319] Menschen verderbend, tödtend, Orph. Lith. 444.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλεσίμβροτος: -ον, ὁ καταστρέφων τοὺς βροτούς, Ὀρφ. Λιθ. 444.

Greek Monolingual

ὀλεσίμβροτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους θνητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσι- του ὄλλυμι (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησίμβροτος].