εὐκαμψία
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ἡ, flexibility, of the voice, Arist.GA786b10.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Biegsamkeit, Gegensatz ἀκαμψία, Arist. gen. anim. 5, 7.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαμψία: ἡ гибкость (τῆς φωνῆς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαμψία: ἡ, τὸ εὔκαμπτον, τῆς φωνῆς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7. 26.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαμψία) εύκαμπτος
η ιδιότητα του εύκαμπτου, η ευλυγυσία
νεοελλ.
η ενδοτικότητα, η αστάθεια («ευκαμψία χαρακτήρα»)
αρχ.
(για φωνή) πλαστικότητα.