ἀμηχανοεργός

From LSJ
Revision as of 17:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμηχᾰνοεργός Medium diacritics: ἀμηχανοεργός Low diacritics: αμηχανοεργός Capitals: ΑΜΗΧΑΝΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: amēchanoergós Transliteration B: amēchanoergos Transliteration C: amichanoergos Beta Code: a)mhxanoergo/s

English (LSJ)

όν, unfit for work, Hes.Fr.198.

Spanish (DGE)

(ἀμηχᾰνοεργός) -όν
incapaz de trabajar γένος οὐτιδανῶν Σατύρων καὶ ἀμηχανοεργῶν Hes.Fr.123.

Russian (Dvoretsky)

ἀμηχᾰνοεργός: неспособный к труду Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμηχᾰνοεργός: -όν, ἀνεπιτήδειος πρὸς ἐργασίαν, Ἡσ. Ἀποσπ. 13.

Greek Monolingual

ἀμηχανοεργός, -όν (Α)
ο μη επιτήδειος, μη ικανός για εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμήχανος + -εργός < ἔργον.