λεοντιδεύς

Revision as of 18:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

έως, ὁ, lioncub, Ar.Byz. ap. Ael.NA7.47.

German (Pape)

[Seite 28] ὁ, der junge Löwe, Ael. H. A. 7, 47 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
jeune lion, lionceau.
Étymologie: λέων.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντῐδεύς: έως, ὁ, σκύμνος λέοντος, Αἰλ. π. Ζ. 4. 47.

Greek Monolingual

ο (Α λεοντιδεύς, -έως)
μικρό λιοντάρι, λιονταράκι
νεοελλ.
κομψευόμενος νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετιδεύς, ερωτιδεύς)].