προγευματίζω

From LSJ
Revision as of 15:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγευμᾰτίζω Medium diacritics: προγευματίζω Low diacritics: προγευματίζω Capitals: ΠΡΟΓΕΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: progeumatízō Transliteration B: progeumatizō Transliteration C: progevmatizo Beta Code: progeumati/zw

English (LSJ)

taste before, τινος Arist.de An.422b7.

German (Pape)

[Seite 713] vorher zu kosten geben, vorher kosten, Arist. de anim. 2, 10, ὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου.

Russian (Dvoretsky)

προγευμᾰτίζω: вкушать раньше (τινός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προγευμᾰτίζω: γευματίζω πρότερον, γεύομαι πρότερον, ἰσχυροῦ χυμοῦ Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 10, 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. παίρνω το πρόγευμα, το πρωινό μου
2. (παλαιότερα) τρώω το μεσημεριανό μου, γευματίζω
αρχ.
δοκιμάζω, γεύομαι κάτι προηγουμένωςὅταν προγευματίσας τις ἰσχυροῦ χυμοῦ γεύηται ἑτέρου», Αριστοτ.).