ἀλεστέον
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
one must grind, Dsc.5.88: pl. -τέα Poll.1.226.
Spanish (DGE)
hay que moler Dsc.5.88.2, tb. en plu. ἀλεστέα Poll.1.226.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀλέω = πρέπει τις νὰ ἀλέσῃ, Διοσκ. 5. 103.