βαρίβας
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, one that goes in a boat, S.Fr.517.
Spanish (DGE)
(βᾱρίβας) ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
nauta, navegante S.Fr.517.
German (Pape)
[Seite 433] αντος, ὁ, Soph. frg. 453, Schiffer, B. A. 84 ὁ τῆς βάρεως ἐπιβεβηκώς.
Greek (Liddell-Scott)
βᾱρίβας: αντος, ὁ, ὁ τῆς βάρεως ἐπιβαίνων, ναύτης, Σοφ. Ἀποσπ. 453.