εὐμέθυστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, easily made drunk, Gp.7.34.2.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht zu berauschen, Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμέθυστος: -ον, εὐκόλως μεθυσκόμενος, Γεωπ. 7. 34, 2.
Greek Monolingual
εὐμέθυστος, -ον (Μ)
αυτός που μεθάει εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μεθύω.