δίζως

Revision as of 19:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

ων, of double form, of Pan, Theoc.Syrinx5.

Spanish (DGE)

-ων de doble naturaleza ref. a Pan, Theoc.Syr.5.

French (Bailly abrégé)

acc. sg. -ων;
à double forme (Pan, demi-homme, demi-chèvre).
Étymologie: δίς, ζωή.

Greek (Liddell-Scott)

δίζως: ὁ, ὁ διπλῆν ἔχων μορφήν, ὁ Πάν, τὰ μὲν ἔχων ἀνθρώπου, τὰ δὲ τράγου, Θεόκριτ. Σύριγγ. 5.

Greek Monolingual

δίζως, ο (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που έχει διπλή μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ζως, παράλληλος τ. του ζωός].