ἔκκλιμα
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
ατος, τό, movement to a flank, D.S.20.12.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
milit. maniobra de repliegue, retirada δοὺς τοῖς ... πολεμίοις ἄσημον ἔ. presentando a los enemigos una maniobra de retirada sin sentido D.S.20.12 (pero cf. ἔγκλιμα).
German (Pape)
[Seite 763] τό, Ausweichung, D. Sic. 20, 12, l. d.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλῐμα: ατος τό отход, отступление (τοῖς πολεμίοις ἄσημον ἔ. δοῦναι Diod. - v.l. ἔγκλιμα).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλιμα: ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἔγκλιμα, ὃ ἴδε.