ἐκτυλίσσω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
unfold, develop, ἕλικα Ti.Locr.97c.
Spanish (DGE)
1 desarrollar τὰν ἕλικα del curso solar, Ti.Locr.97c.
2 envolver con gasas el ombligo de un recién nacido, Aët.4.3.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτῠλίσσω: развивать, развертывать (τὰν ἕλικα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτῠλίσσω: «ξετυλίζω», τὰν ἕλικα ἐκτυλίσσει Τίμ. Λοκρ. 97C.
Greek Monolingual
και ξετυλίγω (AM ἐκτυλίσσω)
ξετυλίγω, ξεδιπλώνω
αναπτύσσω κάτι τυλιγμένο
νεοελλ.
μέσ. εκτυλίσσομαι
(για αλληλοεξαρτημένα γεγονότα) αναπτύσσομαι, εξελίσσομαι, παρουσιάζω διαδοχικές φάσεις.