διορκισμός
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
ὁ, assurance on oath, Plb.16.26.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ juramento, promesa solemne Plb.16.26.6.
German (Pape)
ὁ, eidliche Versicherung, Pol. 16.26.6.
Russian (Dvoretsky)
διορκισμός: ὁ подтверждение клятвой Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
διορκισμός: ὁ, ἔνορκος διαβεβαίωσις, Πολύβ. 16. 26, 6.
Greek Monolingual
διορκισμός, ο (Α) ορκισμός
ένορκη διαβεβαίωση.