μιαρότης
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
Full diacritics: μῐᾰρότης | Medium diacritics: μιαρότης | Low diacritics: μιαρότης | Capitals: ΜΙΑΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: miarótēs | Transliteration B: miarotēs | Transliteration C: miarotis | Beta Code: miaro/ths |
ητος, ἡ, foulness, An.Ox.2.440.
[Seite 182] ητος, ἡ, = μιαρία, Sp.
μιαρότης: ἡ, = μιαρία. Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 136, κλ.