βλοσυρότης
From LSJ
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ητος, ἡ, grimness, Eust.1194.46.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ ferocidad Porph.in Ptol.198, Eust.1194.46.
Greek (Liddell-Scott)
βλοσυρότης: -ητος, ἡ, αὐστηρότης, φοβερότης, ἀγριότης, βλέμματος, Εὐστ. 1194. 46.