προκαταστροφή
From LSJ
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
English (LSJ)
ἡ, predecease, ib.40.
German (Pape)
[Seite 729] ἡ, vorhergehende od. zu frühe Umänderung, bes. sc. βίου, frühzeitiger Tod, D. L. 10, 154.
Greek Monolingual
ἡ, Α προκαταστρέφω
1. πρόωρος θάνατος
2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων.
Russian (Dvoretsky)
προκαταστροφή: ἡ (sc. βίου) безвременная смерть (τοῦ τελευτήσαντος Epicur. ap. Diog. L.).