φυγαδευτικός

From LSJ
Revision as of 18:06, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδευτικός Medium diacritics: φυγαδευτικός Low diacritics: φυγαδευτικός Capitals: ΦΥΓΑΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phygadeutikós Transliteration B: phygadeutikos Transliteration C: fygadeftikos Beta Code: fugadeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A banishing, τινος Hld.8.11. II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.

German (Pape)

[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φυγαδεύω
1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.).