εὐθηνιαρχία
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ἡ, CPHerm.7i6 (iii A.D.).
Greek Monolingual
εὐθηνιαρχία, ἡ (Α) ευθηνιάρχης
το αξίωμα του ευθηνιάρχου.