ἀριστερόφιν
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
Ep. gen. of ἀριστερός, ἐπ' ἀ. Il.13.309.
French (Bailly abrégé)
gén. épq. de ἀριστερός.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστερόφιν: эп. gen. к ἀριστερά II.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστερόφιν: Ἐπ. γεν. τοῦ ἀριστερός, ἦ ἐπὶ δεξιόφιν παντὸς στρατοῦ, ἦ ἀνὰ μέσσους, ἦ ἐπ’ ἀριστερόφιν; Ἰλ. Ν. 309.
Greek Monotonic
ἀριστερόφιν: Επικ. γεν. του ἀριστερός, σε Ομήρ. Ιλ.