ῥητινώδης
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ῥητινώδες, resinous, Id.Mochl.32, Thphr. HP 3.15.3, Diph.Siph. ap. Ath.2.57c.
German (Pape)
[Seite 841] ες, harzähnlich, harzig; Hippocr.; Ath. II, 57 c.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητῑνώδης: -ες, ὅμοιος ῥητίνῃ, περιέχων ῥητίνην ἢ πλήρης ῥητίνης, Ἱππ. Μοχλ. 858, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.
Greek Monolingual
-ες / ῥητινώδης, -ῶδες, ΝΑ ῥητίνη
1. όμοιος με ρητίνη
2. αυτός που περιέχει ρητίνη, ρητινούχος.