βολβώδης
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
English (LSJ)
βολβώδες, bulbous, Thphr. HP 7.13.9.
Spanish (DGE)
v. βολβοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
βολβώδης: -ες, = βολβοειδής, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 13, 8.
Greek Monolingual
-ες (Α βολβώδης, -ες) βολβός
ο βολβοειδής.