βολβοειδής
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
βολβοειδές, bulb-like, bulb-shaped, Dsc.2.144, Aët.12.63.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βολβώδης Thphr.HP 7.13.9
bulboso de raíces, Thphr.l.c., Dsc.2.144, Paul.Aeg.7.3 (pp.248, 268).
German (Pape)
[Seite 452] ές, zwiebelartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βολβοειδής: -ές, ὅμοιος βολβῷ, ἔχων τὸ σχῆμα τοῦ βολβοῦ, Παῦλ. Αἰγ. 7. σ. 249.
Greek Monolingual
-ές (AM βολβοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα βολβού.