φυλώδης
From LSJ
English (LSJ)
φυλώδες, of many races, πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φ. D.S. 34/5.6.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α [[φῡλον / φυλής]]
αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.).
Full diacritics: φῡλώδης | Medium diacritics: φυλώδης | Low diacritics: φυλώδης | Capitals: ΦΥΛΩΔΗΣ |
Transliteration A: phylṓdēs | Transliteration B: phylōdēs | Transliteration C: fylodis | Beta Code: fulw/dhs |
φυλώδες, of many races, πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φ. D.S. 34/5.6.
-ῶδες, Α [[φῡλον / φυλής]]
αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.).