ἐξανδραπόδισις

Revision as of 11:32, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, reducing to slavery, enslavement, selling into slavery, Hdt.3.140.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
esclavitud, ἄνευ τε φόνου καὶ ἐξανδραποδίσιος Hdt.3.140.

German (Pape)

[Seite 868] ἡ, das zu Sklaven Machen, Her. 3, 140.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'emmener ou de réduire en servitude.
Étymologie: ἐξανδραποδίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδρᾰπόδισις: ιος ἡ обращение в рабство, порабощение Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, τὸ ἀνδραποδίζειν τινά, καθιστᾶν αὐτὸν δοῦλον ἢ πωλεῖν αὐτὸν ὡς δοῦλον, Ἡρόδ. 3. 140.

Greek Monotonic

ἐξανδρᾰπόδισις: -εως, ἡ, πώληση σκλάβων, δουλεμπόριο, σκλαβοπάζαρο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐξανδρᾰπόδισις, εως [from ἐξανδρᾰποδίζω] n
a selling for slaves, Hdt.