Κυλλύριοι
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
οἱ, = Κιλλικύριοι, Kyllyrioi, Kyllyrians (nisi hoc legend.), Hdt.7.155.
Greek (Liddell-Scott)
Κυλλύριοι: οἱ, ἴδε Κιλλικύριοι.
Russian (Dvoretsky)
Κυλλύριοι: οἱ Her. = Κιλλικύριοι.