κώφωση
Greek Monolingual
η (Α κώφωσις) κωφώ
η απώλεια της λειτουργίας της ακοής ή η εξασθένησή της, κωφότητα, κουφαμάρα
νεοελλ.
1. γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του άτονου / e / σε / i / και του άτονου / ο / σε / u /, π. χ. παιδί: πιδί, χωράφι: χουράφ'
2. φρ. α) «λεκτική κώφωση» — είδος αφασίας κατά την οποία παρατηρείται μεμονωμένη απώλεια της υποδοχής τών λεκτικών ήχων
β) «μουσική κώφωση» — διαταραχή αφασικού ο οποίος δεν αναγνωρίζει τους μουσικούς ήχους
αρχ.
αμβλυωπία.