σιτοκοπικός
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
σιτοκοπική, σιτοκοπικόν, for pounding corn, ἐργαστήριον PFlor.50.103 (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ POxy.1890 (vi A.D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει σχέση με την κοπή, με την άλεση του σίτου («σιτοκοπικὸν ἐργαστήριον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κοπικός (< κοπή), πρβλ. λιθο-κοπικός].