σιτοκοπικός

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοκοπικός Medium diacritics: σιτοκοπικός Low diacritics: σιτοκοπικός Capitals: ΣΙΤΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: sitokopikós Transliteration B: sitokopikos Transliteration C: sitokopikos Beta Code: sitokopiko/s

English (LSJ)

σιτοκοπική, σιτοκοπικόν, for pounding corn, ἐργαστήριον PFlor.50.103 (iii A.D.); λίθος σ. σὺν θυείῃ POxy.1890 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που έχει σχέση με την κοπή, με την άλεση του σίτου («σιτοκοπικὸν ἐργαστήριον», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κοπικός (< κοπή), πρβλ. λιθοκοπικός].