ζωογλύφος
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ζωογλύφος)
γλύπτης ζώων, καλλιτέχνης γλυπτών παραστάσεων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -γλύφος (< γλύφω), πρβλ. εικονογλύφος, τοκογλύφος].
German (Pape)
ὁ, Bildschnitzer, Bildhauer, Mel. 11, 12 (XII.56, 57).