ἀδηρίτως
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Russian (Dvoretsky)
ἀδηρίτως:
1 без спора, без препятствий (τὴν λείαν περισύρειν Polyb.);
2 бесспорно (ὁ κρείττων ἀ. δύναμις Plut.).