εὔστερνος

From LSJ
Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔστερνος Medium diacritics: εὔστερνος Low diacritics: εύστερνος Capitals: ΕΥΣΤΕΡΝΟΣ
Transliteration A: eústernos Transliteration B: eusternos Transliteration C: eysternos Beta Code: eu)/sternos

English (LSJ)

εὔστερνον, broad-chested, Man.4.96; δαμάλεις Gp.17.2.1: metaph., χοάνοισι, of the earth, Emp.96.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit guter, starker Brust, λέων Man. 4, 96; Geopon.

Russian (Dvoretsky)

εὔστερνος: широкогрудый, т. е. обширный (χόανοι Emped. ap. Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔστερνος: -ον, ἔχων καλὰ καὶ εὐρέα στέρνα, Ἐμπεδ. 221, Μανέθων 4. 96.

Greek Monolingual

εὔστερνος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο («εὐστέρνοιο λέοντος», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στέρνον.