ἀκέσμιος
From LSJ
Full diacritics: ἀκέσμιος | Medium diacritics: ἀκέσμιος | Low diacritics: ακέσμιος | Capitals: ΑΚΕΣΜΙΟΣ |
Transliteration A: akésmios | Transliteration B: akesmios | Transliteration C: akesmios | Beta Code: a)ke/smios |
-ον curable Hsch.
[Seite 71] heilbar, Hesych. ἰάσιμος.
ἀκέσμιος: -ον, «ἀκέσμιον, ἰάσιμον», Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀκέσιμος).
ἀκέσμιος, -ον (Α) ἀκεσμός
αυτός που μπορεί να γιατρευτεί.