ὠμιαία
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
φλέψ, the
A humero-cephalic vein, Gal.18(1).386, al.
II neut. pl. ὠμιαῖα, νεῦρα shoulder-muscles, Arist.HA515b10, cf. Hld. 10.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμιαία: ἡ, ἤ ἴσως ὁ δελτοειδὴς μῦς, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 3. 5, 4, Γαλην. 18, 1. 386.