enigmática
From LSJ
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
Spanish > Greek
αἰνιγματώδης, γριφοειδής, αἰνιγματική, γριφώδης, ἀπόκρυφη, αἰνιγματοειδής
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
αἰνιγματώδης, γριφοειδής, αἰνιγματική, γριφώδης, ἀπόκρυφη, αἰνιγματοειδής