κακοεργία

From LSJ
Revision as of 09:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοεργία Medium diacritics: κακοεργία Low diacritics: κακοεργία Capitals: ΚΑΚΟΕΡΓΙΑ
Transliteration A: kakoergía Transliteration B: kakoergia Transliteration C: kakoergia Beta Code: kakoergi/a

English (LSJ)

= κακουργία.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Gegensatz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοεργία: эп. κᾰκοεργίη (ῑ) ἡ злодеяние, беззаконие Hom.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.

Spanish

maleficio

Greek Monolingual

κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.

Greek Monotonic

κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.

Léxico de magia

maleficio αἰτῶν καὶ παρακαλῶν, ὅπως διώξῃς ἀπ' ἐμοῦ, τοῦ δούλου σου, τὸν δαίμονα προβασκανίας καὶ τὸν κακοεργίας pidiendo y suplicando que alejes de mí, tu esclavo, al demonio del embrujamiento y al del maleficio C 9 10 (cj. Pr.)