βρώμα

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

το (AM βρῶμα, Μ και βρῶμαν) βιβρώσκω
1. τροφή
2. λεία, θήραμα
νεοελλ.
1. δόλωμα
2. διάβρωση, αποσύνθεση
αρχ.
1. πληγή, καρκίνωμα
2. οπή, κουφάλα του δοντιού.