θηλώ
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
English (LSJ)
όος, οῦς, ἡ, wet-nurse, Hsch.;= Lat. Rumina, Plu.2.278d.
German (Pape)
[Seite 1208] οῦς, ἡ, Ammte, Hesych. So ist Plut. qu. Rom. 57 θηλώ τις für θηλῶτις zu lesen.
French (Bailly abrégé)
οῦς (ἡ) :
nourrice.
Étymologie: θηλή.
Russian (Dvoretsky)
θηλώ: οῦς ἡ кормилица Plut.
Greek (Liddell-Scott)
θηλώ: -όος, -οῦς, ἡ τροφός, «βυζάστρα», Πλούτ. 2. 278D, Ἡσύχ.